- βράχος
- Ονομασία τεσσάρων οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα ονομαζόταν Τζιναίοι.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.080 μ., 67 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Βοΐου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστίδος. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Σκούμτσικο.
3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 13 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες απολήξεις του Τετραζίου όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανδανίας.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ., 133 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Βρίσκεται Ν των εκβολών του Αχέροντα, στο δυτικό άκρο του νομού και κοντά στην ακτή. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαλόγγου. Παλαιότερα, ονομαζόταν Σκέμπον.
* * *(I)ο και βράχος, το και βράχο, το (πληθ. οι βράχοι και τα βράχια) (Μ βράχος, ο και βράχος, το και πληθ. βράχη, τα)ογκώδης συμπαγής πέτρανεοελλ.1. λόφος, βουνό μικρού ύψους2. σκόπελος ή ύφαλος θάλασσας3. βραχώδης ακτή4. στερεά βάση, θεμέλιο5. κάθε τι το σταθερό και ακλόνητο σαν πέτρα6. (για πρόσωπα) ο ακλόνητος στις ιδέες και πεποιθήσεις του, ο σταθερός χαρακτήρας, ο αλύγιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. ο βράχος, προήλθε από το ουδ. το βράχος, με αλλαγή του γένους προκειμένου να δοθεί στη λ. μεγεθυντική σημασία. Το ουδ. το βράχος < (αρχ. ουσ. πληθ.) τα βράχεα* και συγκεκριμένα από τον συνηρημένο τ. βράχη, τα κατά το σχήμα τα όρη - το όρος, τα τείχη-το τείχος κ.ά. Ο δε τ. του πληθ. βράχια προήλθε με συνίζηση από τον τ. βράχεα και είναι πιο εύχρηστος από τον πληθ. οι βράχοι. Αρχικά ονομάστηκαν έτσι τα ρηχά νερά, τα τενάγη, έπειτα οι απότομες πέτρες στις ακτές της θάλασσας και εν συνεχεία κάθε απόκρημνη πέτρα.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. βραχώδηςνεοελλ.βραχιάζω, βραχουριά, βραχώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βραχοκαταλύτης, βραχονήσι, βραχονησίδα, βραχοσπαρμένος, βραχόσπαρτος, βραχοσπηλιά, βραχοσύντριφτος, βραχότοπος(Β' συνθετικό) ανεμόβραχος, θαλασσόβραχος, ξερόβραχος, ψηλόβραχος].————————(II)βράχος, το (AM)βλ. βράχεα.
Dictionary of Greek. 2013.